- περιπεσῇ
- περιπίπτωfall aroundfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιπέσῃ — περιπίπτω fall around aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπέσηι — περιπέσῃ , περιπίπτω fall around aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
въпасти — ВЪПА|СТИ (405), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1. Упасть, рухнуть: ѿ лютыхъ ѡнѣхъ ранъ потомь въпадъ. лежаше на земли мьртвъ всь. ЖФСт XII, 135 об.; аще въпадеть врагъ твои. не радѹисѩ надъ нимъ ([ἐμ]πέσῃ) Пч к. XIV, 119; || провалиться: ѹчала бѣ рушитисѩ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
образитисѧ — ОБРА|ЗИТИСѦ1 (5*), ЖОУСѦ, ЗИТЬСѦ гл. Удариться, натолкнуться на что л.: и акы животьно крѣпоко. и сильно тѣломь... аще сълѹчитьсѧ ѥмѹ образитисѧ о камень, аще и малы поринетьсѧ. абиѥ по падении въстанеть. СбТр XII/XIII, 181; акы стрѣла бо… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λοφιά — η (AM λοφιά, Α ιων. τ. λοφιή) [λόφος] χαίτη ζώου ή οι τρίχες που βρίσκονται στη ράχη μερικών ζώων («ἡ δὲ ὕαινα... λοφιὰν ἔχει δι ὅλης τῆς ράχεως», Αριστοτ.) νεοελλ. το λοφίο που βρίσκεται στο κεφάλι ορισμένων πτηνών αρχ. 1. το πτερύγιο τής ράχης… … Dictionary of Greek
σύμπτωμα — το, ΝΜΑ [συμπίπτω] ιατρ. υποκειμενικό φαινόμενο το οποίο εκφράζει μια παθολογική κατάσταση και οφείλεται σε λειτουργικές ή οργανικές διαταραχές ενός οργάνου ή ολόκληρου τού οργανισμού (α. «συμπτώματα φυματίωσης» β. «συμπτώματι περιέπεσε ἰδιάζοντι … Dictionary of Greek